Στα χαμηλά.

Στα χαμηλά εκεί που είναι τα σκουπίδια, τα πλακόστρωτα, οι αποχετεύσεις. Όταν πέφτεις δεν πέφτεις. Στην ουσία μπαίνεις σ’ έναν άλλο κόσμο. Αλλά μην υποτιμάς αυτούς που υπάρχουν σαν παιδιά ενός κατώτερου θεού. Ζούνε εκεί μέσα στα ρημάδια τους μονάχα λύπες αλλά είναι τόσο κοντά στον θάνατο που έχουν ήδη  ενωθεί με τον Θεό. Και μέσα τους κελαρύζει τούτος ο μεγάλος δημιουργός θερμότητες και ενέργειες και θάλπος ότι αν και πρόσκαιρα ξεπεσμένοι στην αιωνιότητα είναι ήδη δικαιωμένοι.  Αλλιώς -χωρίς την αιωνιότητα- δεν έχει νόημα η ζωή. Και είναι κάποιες στιγμές που όλα έχουν απ’ ένα νόημα. Είναι στα νοήματα που ο αδικημένος συναντά την απέραντη αξία του. Και ας τον παραμερίζουν οι πολλοί. Εγώ σ’ αυτούς στηλώνω βλέμμα. Στο όνομα αυτών γεμίζω τις σελίδες μου με λέξεις.  Ο άνθρωπος στις φωτογραφίες μου μοιάζει να είναι κομμάτι του υλικού διακόσμου της πλατείας. Έχει αφομοιωθεί απ’ αυτήν , τα ούρα της και τους εμετούς των αλκοολικών επάνω της. Κι εμένα μ’ έχει χωνέψει η πλατεία. Είμαι ένας ζητιάνος, ένας περιπλανώμενος συγγραφέας και φωτογράφος . Υλικά που οι πιο παλιές γενιές τα θεωρούν  και για όσο ζουν χαρακτηριστικά χαμένων ανθρώπων. Γιατί όσοι στροβιλιζόμαστε στο Μοναστηράκι λογοκρινόμαστε απ’ τα αντανακλαστικά των εκπροσώπων του καθωσπρεπισμού. Αντιπαρέρχονται τους πόνους μας  εγκλωβισμένοι μέσα στο παραμύθι της ευμάρειας του ή καλύτερα της γυφτιάς τους.  

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία