Η Μέδουσα.
Μέδουσα.
Επιστρέφοντας απ’ τον πόνο, γίνομαι κάθε
φορά και πιο βραχώδης. Ίσως και ένα μνημείο κλειδαμπαρωμένο για το κοινό. Με
πέτρωσε η Μέδουσα των κατατρεγμών. Με κυνήγησε ανελέητα, έμπασε στο μυαλό μου
μανίες καταδίωξης, σκυλιά που γαβγίζουν σαν μέσα σ’ αυτό (το μυαλό), και ένας
μεγάλος Σατανάς θηλυκωμένος σαν βδέλλα
στο πνεύμα μου με παροτρύνει σε εξορκισμό για τον τελειωτικό ιλασμό μου. Κι ενώ
το πρόσωπο μου είναι ανέκφραστο και τσιμεντένιο σαν από σκέβρωμα, τα μάτια μου
είναι όλη η έως τώρα ιστορία μου. Η ευαλωτότητα, η αδυναμία μου κι απ’ την άλλη
η επικράτηση και η αέναη ανάκαμψη της απίστευτης δύναμης του μυαλού μου που
καθιστά αυτά τα μάτια πυριφλεγή. Δυο
κορωμένα μάτια, πύραυνα με δυο φλόγες πυροπόρφυρες και παρηγορητικές που διαρκώς καλούν σε χαμόγελα
τους φτωχούς αυτού του κόσμου. Ορκισμένος γι’ αυτούς.