Οι δυο Άχμεντ.
Πρώτα προσέγγισα τον γλυκύτατο
φοιτητή. Αυτή η εμμονή μου με πρόσωπα που μοιάζουν να έχουν απεικονιστεί σε
πορτρέτα Φαγιούμ. Τον λένε Άχμεντ και
σπουδάζει στην Αθήνα μέσα απ’ τα γνωστά προγράμματα ανταλλαγής φοιτητών Erasmus. Είχε μια όμορφη προστατευτική
πέτρα στον λαιμό του. Η πέτρα ήταν σταθερή μέσα σ’ ένα λυγισμένο κατά τέτοιο
τρόπο πιρούνι ώστε να υπάρχει στον λαιμό του σαν η θήκη της πέτρας. Κάποια
στιγμή ένας άντρας δίπλα του έκλαιγε σαν συντετριμμένη ζωή και μου ζήτησε να
τον φωτογραφίσω. Τα μάτια του ήταν σαν δυο μαύρες πανέμορφες κρήνες. Τόσο
εκφραστικά μες στους θρήνους τους όσο ποτέ να μην ξεπερνιέται το εκφραστικό
μεγαλείο τους από κάποιο άλλο πένθιμο ή χαρούμενο συναίσθημα. Ο άντρας αυτός φερώνυμος με τον προηγούμενο
(Άχμεντ) μου ζητούσε και μου ζητούσε να απαθανατίσω την δακρύβρεχτη στιγμή του.
Αρνήθηκα γιατί ουδέποτε δεν θέλω να φτιάχνω πορτρέτα πόνου στην ψυχή κάποιου.
Και τότε αυτός ο δεύτερος Άχμεντ μου είπε το αμίμητο, «θέλω να με φωτογραφίσεις
να κλαίω και να με βάλεις στο Facebook για να δουν οι άνθρωποι ότι έχω κι εγώ μια ιστορία πίσω μου».
Δύστηνα άλγη στο σώμα μου και άλγη στην
ψυχή και το σώμα. Έφυγα απ’ το σημείο χώμα. Εύχομαι σε κάποιους απ’ τους
δυνατούς αυτής εδώ της ζωής να παραμερίσουν
χώρο, να δωρίσουν χώρο για να νιώσουμε όλοι αυτό που αυτονόητα είναι όλων μας:
την σπουδαιότητά μας.