Περί καύλας (πάλι).

Τί να γράψω τώρα γι’ αυτό το κολασμένο τεκνό. Απλά σκεφτείτε και ονειρευτείτε όλες αυτές της ηδυπαθείς υπάρξεις που  σας αναστάτωσαν μ’ έναν διεγερτικό για τα σεξουαλικά σας ένστικτα τρόπο. Δεν είναι πολλοί αυτοί όλοι που το καταφέρνουν. Γιατί οι πιο πολλοί στα σίγουρα δεσμώτες της χριστιανικής ενοχής την φέρουμε- αυτή την ενοχή- και στα πρόσωπά μας. Μοιάζει σαν άρνηση ν’ απεγκλωβίσουμε το βλέμμα μας από το κυνικό κοίταγμα του κόσμου. Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι είμαστε στους δημόσιους χώρους σαν ανέραστοι. Λίγοι αυτοί που κάνουν την ένοχη θρυαλλίδα μας, την κάψα μας, φωτιά.  Όλοι οι καυλιάρηδες και όλες οι τσούλες της γης μας έχουν παιχνίδι τους. Έχω ξαναγράψει κείμενα για τον καύλα με τον τρόπο που γνώρισα τον όρο σε κείμενα της Πάολας Ρεβενιώτη και του Ντίνου Χριστιανόπουλου.  Τώρα που γράφω όμως εμένα μου έχει ησυχάσει ο παροξυσμός και βλέπω  με το βλέμμα του Ασλάνογλου  και του Καβάφη το αγόρι της φωτογραφίας. Αλλά είναι και το δικό μου και το δικό σου βλέμμα. Μοναδικά όλα.  Δεν έχω ξεχάσει την εικόνα αυτού του ερωτιδέα. Σ’ ανακαλώ ομορφιά μου και όταν βλέπω τον ποταμό Ηριδανό στο Μοναστηράκι ρίχνω ένα κέρμα στο όνομα σου για να σε ξαναβρώ. Ποθοπλάνταγμα τριών ημερών για κάποιο random πρόσωπο δείχνει την ένταση της σεξουαλικότητας του. Την πάντα σε εγρήγορση λιβιδινική του έξαρση.   

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία