Μάξιμος και Άρτεμις.
Να είναι όλα δρόμοι που ξεκινάνε
από παντού και δεν καταλήγουν πουθενά. Δρόμοι γεμάτοι ανθρώπους που αφήνουν τα ίχνη τους και αν τα δεις από ψηλά,
δεν καταλήγουν πουθενά. Η επιστροφή στο ίδιο σημείο όπως είχε πει και ο
Ηράκλειτος δεν υφίσταται. Πολλοί άνθρωποι στο Μοναστηράκι είναι νομάδες και
Μοναστηράκι είναι ένα κέντρο, είναι παρυφές, ένα σημείο μηδέν που οι ακρώρειες του χάνονται πίσω από γνόφους. Οι δύο Ιταλοί της
φωτογραφίας non binary ερωτευμένοι, περιπλανώμενοι στο
άπειρο , από άγνωστη γη σε άγνωστη γη, από την Ελλάδα στην Πολωνία και μετά
Ισπανία και μετά αλλού, δυο καλλιτέχνες μουσικοί που συνδυάζουν του ήχους της
πόλης με αστικές εικόνες και με οριακούς συναισθηματικούς συμβολισμούς. Φόβος
και λογοτεχνία και άλλες τέχνες… Έχουν
μια ιστορία μοιρασμένη μ’ έναν «ακριβοδίκαιο» τρόπο μεταξύ πόνου και φωτός.
Ό,τι φοράνε απ’ την μεγάλη τους ρακοσυλλογή-θησαυροί στα σκουπίδια. Ανάμεσα στα
τιμαλφή αυτού του μαζέματος κι ένας χάρτης της Ελλάδας 150 χρόνων. Το βλέμμα
μου καρφωμένο στην πατρογονική Κω. Ο χάρτης είναι όλα τα σημεία απ’ τα οποία
φύγαμε. Στο βλέμμα της γυναίκας ο Ρεμπώ
και στο βλέμμα του άντρα αυτό το μισοσκόταδο που ήταν ο Λωτρεαμόν ή ο Αρτώ. Η γυναίκα η Sylvia Άρτεμις
Marcantoni Taddei και ο άντρας ο Massimo
Μάξιμος Sannelli. Το πνεύμα τους τόσο
απελευθερωμένο απ’ τα πάθη της επίγνωσης της θνητότητάς μας όσο οι περισσότεροι
από εμάς δεν θ’ αποκτήσουμε ποτέ ένα παρόμοιο. Είναι κάποιοι άνθρωποι που δεν
τους ξέρουμε και αυτοστιγμεί με τις πρώτες λέξεις που εκστομίζονται μεταξύ μας
νιώθουμε να μαστε σαν ομογάλακτοι των ίδιων αλλά και εντελώς διαφορετικών
ναμάτων. Η ντροπαλότητα, μια φυσική συστολή προς θεαματικούς ανθρώπους σαν τους
δύο απαθανατισμένους μου είναι δεδομένη για τον σχεδόν περιδεή παρατηρητή τους.
Ο Μάξιμος με χαλασμένα δόντια, το κοινό
στοιχείο όλων των φτωχών του κόσμου.