το ρίξιμο της νιότης.

Πόσοι συμβιβασμοί η ζωή και πώς κατέβηκαν και βγήκανε από πάνω μας όλα αυτά με τα οποία στολίσαμε το σώμα μας στα νιάτα. Σε θυμάμαι ρέμπελο και πρίγκιπα και τώρα είσαι με οικογένεια. Ό,τι γεύτηκες και απόλαυσες την γεύση του τώρα το απαρνιέσαι. Έχεις δύο παιδιά και πια δεν χωράει στην αγκαλιά σου όλο το σύμπαν που χωρούσε τότε στα εικοσιπέντε σου. Σε θυμάμαι, αδερφέ μου, δίπλα σ’ εκείνο το κόκκινο ρόδο στη Ξάνθη να έχεις όμοιου χρώματος χείλη λες και εσύ και το λουλούδι σας πότιζαν αίματα ενθουσιασμού και λαχτάρας και ηδονιστικής απληστίας. Μην προχωρήσεις στην αιμοδοσία σ’ αυτές τις σιδερένιες κατασκευές που μας απομυζούν όλους μας του χυμούς. Μην βγάλεις άλλο χρώμα από πάνω σου και μην , αδερφέ μου, πούμε ναι και σ’ άλλους δημίους. Γιατί δεν πρέπει άλλο τους μεσήλικες να ενώνει εκείνος ο υπαρξιακός βουβός ανυπέρβλητος πόνος. Ίσως γιορτές να έχουν πλάκα για ετούτη την ζωή μα είναι στην πραγματικότητα να κλαις όταν γελάνε οι άνθρωποι. Και το είχε πει και ο Μπωντλαίρ, «γελάω στις πίκρες και κλαίω στις γιορτές». Αλλά αφού το θέλει ο συμβιβασμός ας πούμε ένα χρόνια πολλά να ξεμπερδεύω και μ’ αυτή την υποχρέωση.

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία