ποιός ζούσε εδώ πέρα;

Η τρίτη και τελευταία οδοιπορία είχε για τερματικό σταθμό το μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου. Παλιά γνώριμη περιοχή. Πηγαίναμε εκδρομή εκεί και σαν Γυμνάσιο και σαν Λύκειο. Σ’ ένα σπίτι είχε πεθάνει κάποιος και είχαν μαζευτεί άνθρωποι να ετοιμαστούν για την κηδεία.  Στην αρχή , απ’ το δικό μου ρομαντικό  παρελθόν ορμώμενος, νόμιζα πως τον έκλαιγαν, αλλά τέτοια πια δεν γίνονται. Αντλώ απ’ το παρελθόν μου γιατί ήταν πιο απλό, ο κόσμος λιγότερο κατακερματισμένος, οι άνθρωποι πιο αλληλέγγυοι. Όλοι είμαστε άνθρωποι και δεν θέλω κανένας νεολογισμός να υποσκάπτει το μεγαλείο οποιουδήποτε. Για την δική μου ζωή δεν υπάρχουν οι σύγχρονοι νεολογισμοί που περιορίζουν την ύπαρξη μου στο σαρκικό μου φρόνημα. Υπάρχει μια υπερβολή στο σύγχρονο κόσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Για να προλάβω τους κανίβαλους, διορθώνω και γράφω ότι υπάρχουν οι νεολογισμοί όταν τους θεωρώ απολύτως απαραίτητους. Αλλά τώρα  δεν είμαι αυτός που θα γεμίζει τις σελίδες του μανιφέστα λες και μόνο ένα πράγμα διακυβεύεται στον κόσμο. Λες και ο κόσμος ξαφνικά έχασε όλη τη γλυκάδα του και την ικανότητα να με κερδίζει με το δώρο της ζωής ξανά και ξανά.  Η εμμονή και η νοητική αγκύλωση είναι φαινόμενα απόβλεψης και τυχοδιωκτισμού. Tην απλότητα νοσταλγώ. Και την απεικονίζω και σ’ αυτές τις φωτογραφίες της τρίτης οδοιπορίας. Βρήκα και φωτογράφισα σε τέσσερις  φωτογραφίες ακόμη ένα μόνο σπίτι. Χωρίς κατοίκους, με γκρεμισμένες τις προσόψεις του. Τα δωμάτια ήταν σε κατάσταση, παρέπεμπαν σε μια πρόσφατη ζωή εντός τους. Μου άρεσε μια ευταξία που παρέμενε σχεδόν αψηλάφητη. Υπήρχε ένας φούρνος για ψωμί, παράθυρα που έβλεπαν στο καθάριο φως, καρέκλες, όμορφοι τοίχοι διακοσμημένοι με τα αραβουργήματα που τους έδωσε η παλαιότητά τους.  Και κάπου εκεί φαντάστηκα μια μπαμπόγρια να βλέπει αγίους και να μιλά μ’ αυτούς. Γιατί όσο ο άνθρωπος εμπιστεύεται τη δική του δημιουργία και αντανάκλαση -τον πολιτισμό εννοώ- τόσο θα απομακρύνεται απ’ τον Θεό και τη φύση του. Αυτά που μου λείπουν απ’ το παρελθόν θέλω. Ο πολύς «πολιτισμός» δεν σκότωσε τον Θεό αλλά τον άνθρωπο, είχε πει ο Λιαντίνης.  

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία