ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΠ’ ΤΑ ΠΟΛΥ ΠΑΛΙΑ.
Ο Δημήτρης είναι απ’ τους καλύτερους τραγουδιστές του
δρόμου. Τραγουδάει Ξυλούρη, Αλκίνοο
Ιωαννίδη, Μαρκόπουλο, Ερωτόκριτο, νομίζω
μια φορά τον είχα ακούσει να τραγουδάει και Αρλέτα. Πιο πολύ φοράει μαύρα και η
φωνή του έχει αυτήν την μοναδική χροιά των Κρητικών τραγουδιστών - η καταγωγή
του είναι απ’ την συγκεκριμένη νήσο.
Κορίτσια όλων των ηλικιών περπατάνε και τον αγκαλιάζουν. Η αλήθεια είναι
πως θα το κάνω κι εγώ κάποτε, νιώθεις όταν τον βλέπεις πολύ όμορφα. Νομίζω
είναι απ’ τους πιο ιδιαίτερους ανθρώπους της πλατείας. Εξάλλου όλοι έχουμε τις
διαδρομές μας και ακόμη και αν αυτές
πραγματώνονται εκτός των οδών και των στροφών και στενωπών πρόκειται σίγουρα
για τροχιές της ψυχής μας στους κάθε τύπου χώρους της γης. Θέλω να πω ότι όλοι
είμαστε άνθρωποι των δρόμων και των «δρόμων». Ή κι αν δεν είμαστε τώρα και ο
φόβος πως θα μας κατακρίνουν μας σφραγίζει στα σπίτια και τις δουλειές μας,
σίγουρα κάποτε κάναμε το τραγούδι, μια ζωή μέσα στους δρόμους και τις νύχτες,
οίστρο της ζωής μας. Είναι κάποιοι που αρπάζονται από κάποιο στίχο τραγουδιού
του Δημήτρη και βολτάρουν στο Μοναστηράκι έτσι τραγουδιστά μπορεί και για καμιά
ώρα ή και παραπάνω. Άλλοι κάθονται, άλλοι σαν σύξυλοι απ’ το δέος μπροστά σ’
αυτήν την γεμάτη φωνή μένουν ξόανα μαγεμένοι όρθιοι σε όποιο σημείο της
πλατείας μπορεί να φανταστεί κανείς. Μια μέρα πίσω απ’ τον Δημήτρη σε απόσταση
δεκαπέντε μέτρων ήταν μια γυναίκα. Την πλησίασα και προσπάθησα να την
καλέσω στην πραγματικότητά μου. Ήταν
εντελώς παραδομένη στα τραγούδια και σε κάτι που έκανε το βλέμμα της να μοιάζει
με αγγελοκρουσμένου αλλά για κάποιους άλλους τεχνητούς παραδείσους. Δεν με
άκουγε αλλά και με ένα μειλίχιο πρόσωπο κι ένα νεραϊδίσιο μινυρισμό μου είχε
δώσει την βεβαιότητα πως ένιωθε την
αρέσκεια μου προς αυτήν και συναινούσε σε ό,τι και αν της έλεγα. Μου έδειχνε τον δρόμο για εκεί που ήταν κι
αυτή. Ωραία σαν μούσα.