μόνος.

Άνθρωποι μονάχοι, μόνο πάνω στους καναπέδες, ακλόνητοι όρθιοι σε κάποιο σημείο της πλατείας μετακινείται μόνο η σκιά τους σαν να ναι ηλιακά ρολόγια. Στις δυο πηγαίνεις στις πέντε επιστρέφεις.  Κι εκεί κάποια στιγμή κάθονται όπου υπάρχει χώρος για να κάτσουν και σταδιακά αρχίζουν και μιλάνε με τους διπλανούς τους, αλλάζουν θέση αν λάθεψαν οι ελπίδες τους για μία γνωριμία. Κάπου θα βρουν έναν ακόμη σαν κι αυτούς για να αρχίσουν την συζήτηση. Παρέα τους ο άνεμος η φωτιά και το νερό. Μοναξιά είναι να αφομοιώνεσαι απ’ το άψυχο περιβάλλον σου και να μην μπορείς κάποιος να διακρίνει την μορφή σου αξεδιάλυτη που είναι δεμένη με τσιμέντα και φωτιστικά και όλα τα καθίσματα. Αυτά γράφτηκαν για εμένα και για εσάς. Εξάλλου ποιος είναι εκείνος που δεν έχει συνθλιβείς σε μια ανείπωτης οξύτητας ερημιά; 

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία


Επιστροφή στην κορυφή