Γύφτισσα.

Άλλες ζωές σε άλλους χρωματικούς τόνους με άλλα ρούχα και πρόσωπα με βάθος εσωτερικό. Τα τσιγγανάκια που παίζουν στην πλατεία είναι η αθωότητα που χάθηκε μέσα στην νοικοκυροσύνη των δικών μας μικροαστών. Οι γονείς τους στον αγώνα για επιβίωση. Σαν μια φυλή με έντονη δυσανεξία στον πολιτισμό. Ντυμένες σαν παναγίες, οι άντρες σαν βασιλιάδες και οι πιο νέοι με φορεμένη μια ανυπέρβλητη καύλα. Ωραία δαχτυλίδια. Πού τα βρίσκουν, ή μήπως περνάνε από χέρι σε χέρι, από γενιά σε γενιά. Σαν εκείνη την ιστορία με το μαχαίρι σε κάποιο ποίημα του Καββαδία. Οι τσιγγάνες της φωτογραφίας μου πού τα πάνε πού τα φέρνουν τα χέρια στο τέλος σημαδεύουν στα στήθη τους κοπετούς. Ασχολούνται με κάτι ανεξιχνίαστα πράγματα. Για να γίνεις μέλος σε τέτοια κλαμπ πρέπει να είσαι ομόφυλος με τον υπόλοιπο λαό τους. Τις φοβάμαι τις κατάρες που ξεστομίζουν όταν δεν ικανοποιείς το αίτημα της διακονιάρισσας τσιγγάνας. Είναι πασίδηλο πως δεν χρειάζεται να είσαι προληπτικός για να φοβάσαι την αρά από το στόμα γύφτισσας. Αυτό το ξόρκι συνεκφωνείται μαζί με ένα βλέμμα που βροντάει κεραυνούς και ένα σώμα που δονείται όπως οι εκστασιασμένοι αναστενάρηδες.   

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία