Ασπριδεροί.
Δυο ασπριδεροί σαν το χιόνι
άνθρωποι. Και έμοιαζαν σκοτεινοί και
λευκοί σαν να είχαν βασανιστεί με
απανωτές αφαιμάξεις. Δεν μπορούσα να καταλάβω απ’ την νεκρική τους όψη αν ήταν
ζωντανοί ή απ’ το βασίλειο των απέθαντων. Μέσα τους η καρδιά τους χτυπούσε με
τον ρυθμό σαν επερχόμενης ανακοπής. Γράφω ασυναρτησίες έχοντας υποκύψει στον
μηχανισμό των παραληρηματικών συνειρμών.
Και όμως εγώ άκουγα της καρδιές τους μέσα στο βουβό και απ’ το ψύχος
εγκαταλελειμμένο Μοναστηράκι. Ήμουν εγώ κι αυτοί οι δύο. Αν και εγώ δεν
μπορούσε να διαρρήξω την συνωμοσία που εξύφαιναν. Γι’ αυτό πια και το χρώμα δεν
με ξεγελάει αλλά μερικές φορές ξέρω πως ξοδεύεται μόνο για να κρύψει την ζοφερή
αλήθεια.