Ξανθη.
Έχω λίγο μείνει σ’ εκείνο το μπαρ
στην Ξάνθη, θυμάμαι καλά Lory’s το
έλεγαν, ξεχασμένος μέσα στις υπέροχες υπερβατικές μου σκέψεις που λειτουργούσαν
και λειτουργούν σαν φίλτρο
παραμορφωτικό. Μέσα απ’ αυτό το φίλτρο αποθαυμάζω καθημερινά καθένα μέλος της
κοσμοπλημμύρας στο Μοναστηράκι. Σαν και αυτόν τον εξηντάρη της φωτογραφίας. Υπέροχα δεκτικός
για να χωρέσει και τον ποιητή εαυτό του. Γιατί ο αλαφροΐσκιωτος και ο αλλοπρόσαλλος και
ο ροκάς και οι πάνκηδες αγαπούν περισσότερο και απ’ τους θεούς των θρησκειών.
Όπου υπάρχει μοναξιά εκεί ευλαβικά σκύβω και προσκυνώ, φυσώ με τις ανάσες μου
αγάπες και ζωογονώ όλους όσους ψυχορραγούντες κυνηγιούνται και θα κυνηγηθούν μέχρι το τέλος
της ζωής μου. Δεν έχω δόγμα για τον κόσμο. Το δόγμα πάντοτε
έχει αποσυνάγωγους κι εγώ το ξέρω πως είμαι παιδί του χάους. Όλοι
οι αχώρητοι χωράνε μέσα μου. Ακόμη
και σφαγείς, φονείς και μακελλάρηδες, δήμιοι και διωγμένοι, άνθρωποι κτήνη και άγιοι,
όλοι είναι αγαπημένοι μου. Κανείς δεν
ξεπερνά τα όρια παρά μόνο όταν όλο το παρελθόν του στις κοινωνίες των ανθρώπων
τον έχει κάνει να επιβιώνει in extremis. Δεν υπάρχει ελευθερία της βούλησης
γιατί ποτέ δεν επιλέξαμε κάτι, οδηγούμαστε αναπόδραστα στις πράξεις μας λόγω
των δεσμών μας. Οι γονείς μας απ’ την
πρώτη στιγμή μας στον κόσμο αρχίζουν να μας σκλαβώνουν πρώτα στην αγάπη τους
και μετά στους νόμους τους. Και έπειτα απ’ όλα αυτά έχει χτιστεί το πεπρωμένο
μας. Μέσα στην μέρα ίσως να είμαι πιο
πολύ καλός παρά κακός. Στο τέλος της ημέρας μου ξέρω πως δεν υπάρχει τίποτα. Αλλά
επινοώ το κάτι για να μην με καταπιεί το άπειρο. Και όπως δεν χωράει στο μυαλό
μου το άπειρο δεν χωράει και το τίποτα. Μόνο το κάτι με κρατάει στη ζωή. Γι’
αυτό και το επινοώ. Οι μουσικές που
ακούω, τα γράμματα που γράφω, τα κουρέματα που κάνω, οι χαρακιές στα φρύδια μου
όλα συντείνουν ν’ αγαπώ αυτό το κάτι που οι άλλοι προσφέρουν στο σύνολο. Και
απαθανάτισα αυτό τον ροκά και βρήκα ένα όμοιο με τον δικό του μοναχικό δρόμο
και για μένα.