Αυλακωμένος.

Και όλο ερχόταν πάλι ο πόνος. Και έβλεπα μέσα στον άλλο εμένα. Οι μαύροι κύκλοι νευρικής κατάρρευσης γύρω από μάτια απ’ την κούραση γερμένα. Κι όλο ερχόταν πάλι ο πόνος. Από που είσαι, απ’ την Αίγυπτο.  Χακούνα Ματάτα, Ντοντ γουόρι μπι χάπι. Ρε φίλε μήπως έχεις ένα τσιγάρο να μου δώσεις ή να μου πάρεις ένα σουβλάκι να φάω; Ακόμη και ο Μίκι Μάους στην πλατεία του Μοναστηρακίου, τον έχω δει χωρίς την μάσκα του και είναι ένα παλληκάρι κουρασμένο. Συνηθισμένο να προσποιείται τον ευτυχισμένο μέσα στην κατάρρευση του. Κι όλο ερχόταν ο πόνος πάνω σε πρόσωπα ανθρώπων που ήταν αυλακωμένα απ’ τις τραγικές ζωές κατά τον τρόπο που αυλακώθηκε και το δικό μου πρόσωπο μέσα στην δυστυχία μου. Και όλο ερχόταν ο πόνος γιατί φτύσαμε αίμα για να γίνουμε ζεστοί άνθρωποι ανάμεσα σε ανθρώπους που κάθε μέρα μας κακοποιούν.  Και ο πόνος είχε σκεβρώσει τα πρόσωπα όπως η κλεισούρα και η υγρασία τα ξύλα.  Μπορεί τα μάτια όλων αυτών των σπαραξικάρδιων μορφών να είχαν  πιάσει μούχλα. Κλαίνε όλα στα σώματα των βασανισμένων, όλα τα μέλη των σωμάτων έχουν κυρτώσει προς τα κάτω και αμετάκλητα έχει ο ορίζοντας χαθεί. 

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία