takotsubo.

Ήθελα να πάω στο Μοναστηράκι. Πόσο χαίρομαι που επιτέλους είμαι ξένος. Που μπορώ να κυλιστώ πάνω σ' ένα παγκάκι μαζί με την οδύνη μου χωρίς να ντρέπομαι για αξιοπρέπειες και τιμές και κύρος. Όλα εξοστρακίζονται όταν είσαι ανώνυμος και ξένος και η καρδιά σου αποζητά αυτά τα δύο. Σε λίγο θα φύγω απ’ το σπίτι. Θα βάλω το φούτερ εκείνο με την κουκούλα, το ημίπαλτο επίσης με την κουκούλα και από κάτω μια ξασπρισμένη απ’ τα πολλά πλυσίματα μαύρη φόρμα.  Θα χώσω μέσα στις δυο κουκούλες το θλιμμένο μου πρόσωπο, την πληγή μου την κατάφατσα και κανείς δεν θα βλέπει τίποτα παρεκτός  το αλγεινό μου βλέμμα. Το μυαλό σου θα με φοβάται γιατί πια στις μαύρες μέρες μας είναι ανάπηρο -το μυαλό σου- για να ξεστρατίσει  προς την μαντεψιά  ότι είμαι ένας μικρούλης άνθρωπος και δεν θέλω να ενοχλούν την ηθελημένη  επιλογή μου για συρρίκνωση. Τα μυαλά μας αναπαράγουν παντού τηλεόραση και υπόπτους και λιντσαρίσματα και κλέφτες και δολοφόνους. Και όμως κάποτε πιο παλιά όλοι ονειρευόμασταν μια αντάμωση με τυπάδες. Σήμερα μόνο βλέπουμε εγκληματίες, βλέπουμε τις επίπλαστες υστερίες μας. Την ώρα που άπλωνα τα ρούχα  μου σκεφτόμουν πως θα πεθάνω από ραγισμένη καρδιά κι από takotsubo. Αλλά ύστερα ξεχνιόμουν γιατί ήταν τόσο όμορφη αυτή η ονομασία για μια πάθηση.  

Με ενδιαφέρει η φωτογραφία