Πέρασε.
Πέρασε και δεν πρόλαβα ν’ αντιδράσω.
Ήταν καθηλωτικός. Έμοιαζε με τους φοβερούς παππούδες μου που δεν πρόλαβα να
τους ζήσω γιατί πέθαναν πριν την γέννησή μου. Θυμάμαι όμως πολύ καλά τις
αγέρωχες όψεις τους σε φωτογραφίες τους στους τοίχους του σπιτιού της γιαγιάς
μου. Κι έπειτα θυμάμαι και το δικό μου πρόσωπο πριν ν’ απλωθεί επάνω του τό
πέρασμα του χρόνου. Γιατί εγώ υπήρξα θεαματικός στην νιότη μου. Τώρα νομίζω μ’
έχω χάσει σαν είδωλο στον καθρέφτη μου. Ο άνθρωπος στην φωτογραφία μου ήταν
τόσο βυθισμένος στους μυχούς του και με τόση απάθεια για τα εξωτερικά δρώμενα
που ούτε εγώ μπόρεσα και να γίνω από κείνον αντιληπτός. Είναι θαμώνες στο
Μοναστηράκι όλοι αυτοί. Διασχίζουν ανάερα, εντελώς αθόρυβα και ανείδωτοι απ’
όλους τους άλλους τον οικείο χώρο. Θέλει την επιμονή και το εξονυχιστικό
κοίταγμα ενός που έχει θητεύσει στην παρατήρηση των ανθρώπων για να γίνουν
αισθητοί. Αισθητοί πρώτα σαν φλοίσβος, θρόισμα ή ανεπαίσθητο αεράκι και μετά
σαν παρουσίες. Ξέρω πως είναι οι μόνοι που μπορούν ν’ αγγίξουν θεραπευτικά τις
πληγές μου και εγώ ο μόνο για να κάνω το ίδιο με τις δικές τους.