Ένα κείμενο για την Κατερίνα Γώγου και το έργο της.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ

 

Με την σκέψη της, όπως αποτυπώθηκε στα ποιήματα της, αποδείχθηκε πως ήταν  ευαίσθητη και κοφτερή καρδιά. Μόνο λεπίδες αντί  περίφραξης είναι δυνατές για  να επιβιώσει τούτο το εύθραυστο καρδιοχτύπι. Αν ήταν εικόνα, σίγουρα θα ήταν αιμάσσουσα καρδιά. Και περιμετρικά της οι λεπίδες.  Η Κατερίνα Γώγου, το όραμα της όραμα πολλών νέων, μεγάλη λατρεία τους. Η  ραγισμένη φωνή της -μαγνητοφωνημένη- να απαγγέλει ποιήματα στο YouTube, αυτοί οι εκφωνημένοι στίχοι σαν μανιφέστο για πολλές ένδοξες ήττες.  Είδε τις παθογένειες που αργότερα διογκώθηκαν σε θέσφατα των βρώμικων θεών και αξιών τους. Αυτοί του καθωσπρεπισμού είχαν στην εποχή της ξεκινήσει να βυσσοδομούν, οι πρώτες στρατιές των  νοικοκύρηδων. Αυτών με την ιδεολογία περί της ανάλγητης στήριξης μόνο του αυστηρά οικογενειακού. Με τις αισθήσεις και τα συναισθήματα τους, όλα παροπλισμένα και νεκρά για το κοινό καλό. Υπάρξεις κουρδισμένες μονάχα για το συμφέρον τους. «Προφήτεψε» την άνοδο της ακροδεξιάς, τα ρατσιστικά αφηγήματα, την παγκόσμια κρίση στα ανθρώπινα δικαιώματα. Την απότοκη της καταβαραθρωμένης αλληλεγγύης μοναξιά. Την απελπισία του μετανάστη. Μέλος της λογοτεχνίας της εξομολογητικής ποιήσεως (confessional poetry), σπουδαία και ανυστερόβουλη  ακτιβίστρια, θύμα των τεχνητών παραδείσων. Πολλοί ποιητές θα ήθελαν να έχουν την διεισδυτική της πένα. Η Κατερίνα Γώγου ανατόμος των κοινωνιών του ανθρώπου. Όμορφη έτσι που αρμόζει σ’ όλους τους εξεγερμένους. Μας είπε, «η ζωή μας είναι η Πατησίων, εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά, η ζωή είναι σουγιάδες, έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά». Γνωστή και ως μέλος των δικών μας αγίων, αυτών που  ασκήτεψαν μέσα στις αγωνίες των άλλων, και έγιναν μοντέρνοι αίροντες την αμαρτία του κόσμου.  Κενώθηκαν για να χωρέσουν μέσα στις δράσεις τους την σωτηρία του αδικημένου. Οι πωλήσεις των ποιητικών συλλογών της  Γώγου είναι ήδη η υπόσχεση  για μια υπεραιωνόβια συμπόρευση  με τους νέους όλων των εποχών.

 

Οι στίχοι της ποιήτριας μας έμπλεοι οξυδερκών σολοικισμών. Στην περίπτωση της  σολοικισμός σημαίνει απελεύθερες κραυγές.    Τα αιτήματα του οργισμένου ανθρώπου είναι σαν τα συνθήματα σε πορείες στους δρόμους. Γιατί  η γλώσσα είναι αντάρτικο. Έτσι την χρησιμοποιεί και η Κατερίνα Γώγου στα γραπτά της.  Πάλλεται μες στα ποιήματα  η φλογισμένη της ψυχή. Προσεύχεται για όλους τους αιρετικούς του κόσμου σαν μια εναπομείνασα μάγισσα, αντί για ξόρκια στίχοι,  διέφυγε των ιεροεξεταστών. Η ποίηση της είναι  ποίηση για την Αθήνα. Από την πρωτεύουσα εμπνέεται και πιο πολύ από την μαύρη όψη της. Εφορμά απ’ το αστικό βίωμα, ορισμένες φορές το απολύτως προσωπικό της και φτάνει ως τον αλτρουισμό, την αυτοθυσία… τα διακυβεύματα που θέτει είναι πανανθρώπινα.   Πιάνει τον μεγαλύτερο πόνο του πιο αόρατου ανθρώπου και τον κάνει τραύμα που αποζητά επούλωση απ’ όλους της τους αναγνώστες. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι λαβώθηκαν απ’ όλων μας τα πυρά… Η ευθύνη, η ευθύνη της ήττας των περισσότερων αγώνων της Κατερίνας Γώγου είναι παντού στους στίχους της. Σ’ αυτούς δηλώνει τον αγώνα, μια εξαιρετικά βραχύβια αισιοδοξία και στο τέλος συντρίβεται υπό το βάρος της διάψευσης των προσδοκιών της.

 

Η εξομολογητική  Γώγου δεν ομφαλοσκοπεί. Γράφει σαν αντιπροσωπευτικό παράδειγμα διωγμένου, ευαίσθητου και περιθωριοποιημένου ανθρώπου. Η confessional poetry δεν είναι αδυναμία. Αν ήταν, τότε και όλα τα ανάλογα ποιήματα του Καβάφη θα έχαναν σε σύγκριση π.χ. με τα ιστορικά του. Πράγμα που ευτυχώς δεν συμβαίνει.  Εξομολογητική ποίηση έχουν γράψει ο πρωτοπόρος Walt Whitman, ο Allen Ginsberg, η  Anne Sexton, η Emily Dickinson, η Sylvia Plath και πολλοί άλλοι. Γράφοντας κάποιος για τον εαυτό του είναι τελικά μια μετωνυμία του να «γράφει για τους άλλους»… Γράφουμε για εμάς μ’ ένα κοινόχρηστο εργαλείο. Την γλώσσα. Είμαστε τελικά οι άλλοι, οριζόμαστε με την κατάφαση ή την άρνηση στον άλλο.  Μέσα απ’ τους άλλους γινόμαστε πρόσωπα, μέσα απ’ τις  προβολές μας πάνω σε πράγματα που προϋπήρχαν της έλευσης μας. Η Κατερίνα Γώγου χρησιμοποίησε (συνειδητά ή ασυνείδητα δεν έχει σημασία) αυτές τις αλήθειες, τα ποιήματα της έγιναν τρίστρατα στο κέντρο των οποίων συναντιόμαστε όλοι. Γνωρίζοντας τον εαυτό της, γνωρίζουμε τον δικό μας. Διαλέγουμε μ’ έναν τρόπο τις γνώσεις, τις ιδέες, το μένος, την επαναστατικότητα,  όλα αυτά συναρθρωμένα φτιάχνουν ό,τι μπορεί να ονοματιστεί κι ως ιδιοσυστασία μας.

 

Η Κατερίνα Γώγου ήταν ανάμεσα στους πρώτους ποιητές που έγραψαν για τον ρατσισμό προς τους μετανάστες. Πολύ πριν αυτός ζωντανέψει απόλυτα στις δικές μας μέρες.  Γι’ αυτούς τους ανθρώπους που εγκαταλείπουν την πατρογονική τους γη, μας λέει η Γώγου στο δεύτερο ποίημα της συλλογής Τρία Κλικ Αριστερά, δεν υπάρχει καλωσόρισμα.  Γεμάτοι όνειρα για δικαίωση, η ματαίωση πέφτει πάνω τους  (απ’ την «πατρίδα» υποδοχής τους)  σαν χλεύη. Εξάλλου ήταν και η Γώγου η ίδια ξένη για την ελληνική κοινωνία, για το έθνος. Ήταν μια απειλή διασάλευσης, ένας εκ γενετής ταραξίας. Δεν είναι τυχαίο  που σε πολλούς στίχους της  εναντιώνεται στην αστυνομική καταστολή.  Σε άλλους στηλιτεύει  την «ρουφιανιά». Εγκωμιάζει μόνο όσους άντεξαν τους ξυλοδαρμούς και δεν μίλησαν ποτέ. Έτσι κάπως, ήδη απ’ την αρχή του πρώτου της βιβλίου, μας δείχνει τα δόντια της. 

 

Η ορμητικότητα του ποιητικού λόγου της Κατερίνας Γώγου συνοδεύεται και από μια αντίστοιχη ώθηση για την απελευθέρωση όλων των δεσμωτών του κόσμου. Η έλλειψη σημείων στίξεως στα ποιήματα της ενισχύει την επιθετικότητα αυτών που γράφει, παροξύνει τη θέληση της να βρουν τα βέλη της τους στόχους τους. Δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε κάτι άλλο παρά ολοκληρωτική έλλειψη κανονιστικής φόρμας στα ποιήματα της. Όντας η ίδια αναρχική εισηγήθηκε  μια γλώσσα μακριά απ’ την φτιασιδωμένη των ελίτ καλλιτεχνών. Πέρα λοιπόν του γεγονότος ότι κράτησε την πολιτική στάση του υπονομευτή του ψεύτικού ηθικισμού της εξουσίας, υπήρξε ανατρεπτική και στο γλωσσικό της ιδίωμα. Η παρουσία της στα γράμματα για πάρα πολύ καιρό τρόμαζε,  το έργο της έμοιαζε αντίκρυ στα άλλα έργα των ποιητών της γενιάς της με απειλητική  μολότοφ.  Πολλοί την κατηγόρησαν πως χρησιμοποιεί χυδαία γλώσσα. Επινόησαν πράγματα να της προσάψουν για να την περιθωριοποιήσουν, να την εξοστρακίσουν απ’ τον ποιητικό κανόνα και απ’ όλες τις ποιητικές ανθολογίες με στιχουργήματα μειζόνων Ελλήνων ποιητών.

 

Την εποχή που έγραψε η Κατερίνα Γώγου ο καπιταλισμός εξελισσόταν σε κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο και στην Ελλάδα. Περάσαμε απ’ τις παραγωγικές κοινωνίες στις καταναλωτικές;. Αυτή η αλλαγή μετατόπισε τον άνθρωπο από το όποιο ενδιαφέρον του στον πλησίον σ’ εκείνο για το «έχειν», για την ιδιοκτησία. Η Κατερίνα Γώγου φαίνεται στα ποιήματα της  προβληματισμένη γι’ αυτή την κατάσταση. Πιο σωστά…είναι θυμωμένη. Ήταν θυμωμένη για τους ανθρώπους που έβλεπε να δουλεύουν σε τυχαίες δουλειές και σαν σκλάβοι για αυτούς που ανήκανε στις ανώτερες οικονομικές τάξεις. Για την ποιήτρια να δουλεύεις σε μια δουλειά ξένη απ’ την επιθυμία σου ήταν μια κατάντια βαθιά αλλοτριωτική για τον κάθε εργαζόμενο. Απ’ την άλλη, η χαρά για την κατανάλωση, μια κατεξοχήν μοναχική χαρά, οδηγεί για την ποιήτρια σ’ έναν στείρο ατομικισμό, στην καταστροφή όλων των συλλογικών μαζώξεων και ποικίλων συγχρωτισμών.  Η Κατερίνα Γώγου αγανακτεί, νιώθει ανήμπορη μπροστά στο τέναγος των ανθρώπων καταναλωτών. Της φαινόταν σχεδόν ακατόρθωτο να εξεγερθεί ο μεροκαματιάρης. Στο κυνήγι του για μια υλική ευτυχία, τα όνειρα για μια μεταρσιωμένη συνολικά κοινωνία ήταν φενάκες.    

 

Υπέστη όλες τις κακοποιήσεις του καιρού της. Όλες οι εξουσίες και οι εξουσιομανείς τους την κυνήγησαν αγρίως, κουράστηκε και τελικά πέθανε. Εν τέλει η Κατερίνα Γώγου αυτοκτόνησε με τη λήψη ενός θανατηφόρου συνδυασμού χαπιών  και αλκοόλ στις 3 Οκτωβρίου του 1993.  Θύμα των ασφυκτικών πιέσεων ενός κράτους δολοφόνου….βρέθηκε σ’ αρκετά κείμενα να χαρακτηρίζεται δολοφονημένη. Τώρα η μνήμη της και η διαφύλαξη της είναι υποθέσεις των αναγνωστών και των συγγραφέων που την αγαπούν. Το αποψινό αφιέρωμα είναι μια πράξη νίκης έναντι αυτών που την ήθελαν  νεκρή και χωρίς φωνή. Γράφει ο συγγραφέας Σταύρος Σταυρόπουλος, «η άποψη μου είναι ότι η Κατερίνα ήταν μια από τις σημαντικότερες, αν όχι η σημαντικότερη ποιητική ανάφλεξη που συνέβη στη σύγχρονη ποιητική μας ενδοχώρα. Ενάντια σε κάθε λογής βόλεμα, σε κάθε λογής εφησυχασμό, σε κάθε λογής λογική. Μια γραμματολογική βόμβα μεγατόνων. Και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί από εδώ κι εξής. Να μεταμορφωθεί, επιτέλους, από βασίλισσα της σκόνης και της αυτοκαταστροφής, σε βασίλισσα του λόγου. Από Μαγιακόφσκι της πλατείας Εξαρχείων, σε Ελληνίδα Σάρα Κέιν. Από Ούλρικε Μάινχοφ, σε Σύλβια Πλαθ».